Το τέμενος βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, παραπλεύρως του κτηρίου του ΙΚΑ, στη διασταύρωση των οδών Άρμεν και Αγαμέμνονος.
Κηρύχθηκε ιστορικό διατηρητέο μνημείο με το ΦΕΚ 674/Β/21-11-1983.
Το κτίσμα συνδέεται άμεσα με τη νεώτερη ιστορία της πόλης, καθώς για δεκαετίες, μετά την Απελευθέρωση, και συγκεκριμένα από το 1927 έως το 1981, αποτέλεσε τον χώρο έκδοσης της τοπικής εφημερίδας Θάρρος.
Στο κέντρο της ΒΔ πλευράς εξωτερικά και πάνω από το μαρμάρινο υπέρθυρο της εισόδου προς τον κύριο χώρο, βρίσκεται εντοιχισμένη λιθανάγλυφη κτητορική επιγραφή, σε αραβογράμματη γραφή, που αναφέρει ως έτος ανακαίνισης του τεμένους το έτος Εγίρας 1222 (1807/8) και χορηγό τον Μεχμέτ Χαλίλ Αγά. Η χρονολόγηση του μιναρέ στο β΄ μισό του 15ου ή στον 16ο αι. ανάγει και τη χρονολόγηση του αρχικού τεμένους –από το οποίο δεν διατηρείται τίποτε άλλο εκτός της βάσης του μιναρέ– στην περίοδο αυτή. Εκτεταμένη αναμφίβολα επισκευή του κτίσματος θα έγινε μετά τον σεισμό του 1829.
Ευρεία φάση μετασκευών πραγματοποιήθηκε πιθανόν προς το τέλος του 19ου αιώνα στη ΒΔ πλευρά, με τη μετατροπή του ξυλόστεγου προστώου σε κτιστό.
Αποτμήματα τοιχογραφιών διατηρούνται στην αίθουσα προσευχής, ενώ διατηρείται το σύνολο του ζωγραφικού διακόσμου της ΒΔ εξωτερικής πλευράς του κτίσματος, που αναπτύσσεται σε δύο ζώνες.
Σε πέντε πίνακες (διάχωρα) αποδίδονται παραστάσεις πέντε πολιτειών ή, πιθανώς πέντε όψεις της ίδιας πολιτείας. Υποστηρίχτηκε ότι όλες οι ζωγραφικές αποδόσεις των οικισμών ενδέχεται να αφορούν απόδοση της πόλης της Δράμας.
Η τοιχογράφηση της ΒΔ πλευράς πειστικά αποδίδεται σε φάση ανακαίνισης μετά τον σεισμό του 1829.
Η διακόσμηση του τεμένους συμπληρώνεται με τον σημαντικό αριθμό λιθανάγλυφων που εντοπίζονται στη ΝΔ και τη ΝΑ εξωτερική πλευρά του κτίσματος. Μεταξύ αυτών αναφέρουμε το λιθανάγλυφο με τη σφραγίδα του Σολομώντα (Σουλεϋμάν)/άστρο του Δαβίδ, με πυροστρόβιλο στο κέντρο, και τα λιθανάγλυφα με τους αστερόσχημους ρόδακες, με αστεροειδή, και με ανεστραμμένο τρίγωνο. Στα περισσότερα από τα λιθανάγλυφα τα θέματα είναι εγχάρακτα.
Το κτίσμα έως το 1981 διατηρείτο εμφανώς αλλοιωμένο, και ακολούθως, για τριάντα περίπου χρόνια, η στέγη του είχε καταπέσει και το κτίσμα περιέπεσε σε αχρησία.
Το 2011 αγοράστηκε από την εταιρεία Raycap και αποκαταστάθηκε με τρόπο υποδειγματικό, για να αποτελέσει μελλοντικά χώρο που θα στεγάσει πολιτιστικές χρήσεις. Η εταιρεία, μάλιστα, φρόντισε για την αγορά και στη συνέχεια για την κατεδάφιση τριώροφης νεώτερης οικοδομής που ήταν προσκολλημένη στη ΒΑ εξωτερική πλευρά του κτίσματος. Ο χώρος που απελευθερώθηκε –και με την αγορά και καθαίρεση και δεύτερης οικοδομής– διαμορφώθηκε σε αύλειο χώρο του κτίσματος.